- φαλκονίδες
- οι, Νοικογένεια ιερακόμορφων πτηνών με τυπικό το γένος φάλκο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. falconidae < λατ. falco, -onis «γεράκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… … Dictionary of Greek
φάλκο — το, Ν ζωολ. αντιπροσωπευτικό γένος γερακιών τής οικογένειας φαλκονίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. falco < λατ. falco, onis «είδος γερακιού»] … Dictionary of Greek